λύκος ὠ. Hymn.Is.47
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωρυκτής — και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Α σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση κ ] … Dictionary of Greek
ὠρυκτάς — ὠρυκτά̱ς , ὠρυκτής howling masc acc pl ὠρυκτά̱ς , ὠρυκτής howling masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)